οχλαγωγό

οχλαγωγό
ο (Α ὀχλαγωγός)
1. αρχηγός, καθοδηγητής τού όχλου
2. αυτός που διεγείρει και συναθροίζει το πλήθος για τη δημιουργία ταραχών και εκτρόπων
αρχ.
αυτός που διεγείρει και προσελκύει τα πλήθη για να επιτύχει προσωπικά οφέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”